τούς ἀδελφούς μας πού γέρασαν
σέ μία νύχτα.
Μᾶς εἶπαν πώς δέν στοχάστηκαν τήν παρακμή.
Δέν στοχάστηκαν ἕνα τέλος
μέσα σέ πέλαγος ἀπό βάσανα.
Γιατί μέσα στήν πολιτεία
εἶχαν τό κρεβάτι τῆς ξεγνοιασιᾶς,
γιατί μέσα στό φῶς τό πρωινό
ἔσπερναν τή φθορά καί τήν ἀδικία.
Ὅσοι δέν ἔχουν κρεβάτι νά κοιμηθοῦν
ξαγρυπνοῦν καί στοχάζονται.
Ὅσοι δέν ἔχουν ψωμί
ἔχουν ὄνειρα.
Ὅσοι δέν ἔχουν φωτιά νά ζεσταθοῦν
ἔχουν ἐλπίδες.
Ὅσοι δέν ἔχουν ἐλπίδες καί στοχασμούς
πεθαίνουν ἀπό ἔκπληξη
γιατ' εἶναι σκληρό τό κακό πού σέ βρίσκει
ἀπροετοίμαστο
καί δυό φορές σκληρός εἶναι ὁ θάνατος
ποῦ δέν βρίσκει ἀντίσταση
ὁ ἔρχομός του.