Παιδάκι σε πεθύμησα, με το ξαφνικό σου χαμόγελο και την
Άγνοια της Θλίψης.
Άγνοια της Θλίψης.
Μπήκες στην ζωή και την καταβρόχθισες-χωρίς τίποτ' άλλο
Χωρίς θαμπά όνειρα να σου κρατάνε συντροφιά.
Η καρδιά σου χτυπούσε δυνατά όταν κυνηγούσες βατράχια
κι έπιασες ένα που ήταν μεγάλο για το χέρι σου.
Περιπλανιόσουν με φίλους στα ήσυχα δάση και
ξαφνιαζόσουν με τον σκαντζόχοιρο
Ήσουν η σπίθα εκεί που το μυστήριο άναβε φωτιές και
μασούσες φύλλα με άγρια πείνα.
Δεν υπήρχε χρόνος για νόημα - το έδινε
ένα γλειφιτζούρι
Μια σφεντόνα στην τσέπη σου έδινε ασφάλεια όταν
οι φίλοι σου έφευγαν,
οι φίλοι σου έφευγαν,
Ένα λουλούδι στο δάσος κρυμμένο πίσω από ένα παλιό
μαραμένο κούτσουρο,
μαραμένο κούτσουρο,
Ένας σκύλος που χόρευε και σούγλειφε τα δάχτυλα και
δάγκωνε το παντελόνι σου,
Ένα αναπάντεχο παιχνίδι ποδοσφαίρου,
Ένα ποτήρι μηλόκρασο, η φωνή του γρύλου.
Πότε έχασες τα μάτια και τα αυτιά σου, πότε τα
μπουμπούκια σταμάτησαν ν' ανοίγουν,
από πού αυτή η μελαγχολία, αυτός ο φόβος που ορθώνεται,
αυτή η διαμάχη..
με την ζωή - που απαιτεί νόημα;
Η τρελή αναζήτηση της ωριμότητας είναι το τίμημα
της ελευθερίας,
η θλίψη που δεν σ' αφήνει, να είσαι παιδί...