Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.

18 Μαρτίου 2014

Η καταραμένη γριά

Συνήθως είμαι «παχύδερμο».
Μπορώ να καταλάβω και να δικαιολογήσω σαν «φυσικά» και απόλυτα δικαιολογημένα φαινόμενα την αδικία, τον πόλεμο, τις αρρώστιες και τις άλλες φρικαλεότητες του φρικαλέου αυτού κόσμου που κατοικείται από φρικαλέους ανθρώπους, οι οποίοι αυτό-παινεύονται για τον φρικαλέο «πολιτισμό» που έχουν δημιουργήσει.
Πρόκειται για ένα είδος «μετατροπής των εισερχόμενων εντυπώσεων», η οποία με κάνει να αντιμετωπίζω με κάποια άνεση αυτόν τον «πολιτισμό».
Όμως κάποιες φορές συμβαίνει κάτι απροσδόκητο. Ο Πατέρας ανοίγει πραξικοπηματικά την πόρτα και οι εντυπώσεις σκληρές και αδυσώπητες εισβάλλουν σαν ταύρος σε υαλοπωλείο.
Σήμερα στην λαϊκή είδα μία γριά, σκυφτή, ετοιμόρροπη, καμπουριασμένη από τον χρόνο, τα βάσανα και τις αρρώστιες.
Μόλις που περπατούσε, στηριγμένη στο μπαστούνι της, και μόλις που αντιλαμβανόταν την ζωή γύρω της. Μόλις που ζούσε.
Ξεχείλιζε από μία ανείπωτη πίκρα. Το πρόσωπό της δεν φαινόταν έτσι που ήταν σκυφτή και φορούσε το μαντήλι στο κεφάλι της. ΟΛΟ το σώμα της ξεχείλιζε πίκρα που απλωνόταν γύρω σαν ένα μαύρο σύννεφο. Απλωνόταν και έφτανε στις «ανοιχτές πόρτες» μου.
Η καταραμένη γριά, περπάταγε κρύβοντας μέσα της μια παρελθούσα νέα. Και τριγύρω της υπήρχαν νέες που έκρυβαν «μελλοντικές γιαγιάδες».
Και η θλίψη με σύντριψε. Θυμήθηκα τις αιτίες της θλίψης και της συμφοράς του κόσμου. Και θυμήθηκα αυτό που δεν θα έπρεπε να ξεχνάω ποτέ.
Δάκρυσα και ο Πατέρας χαμογέλασε.
Τότε ήταν που άρχισα να κλαίω.
Δεν έκλαιγα για την γριά, ή για τις δυστυχίες του κόσμου ή για τον θάνατο ή για τα γηρατειά ή, ή, ή…
Έκλαιγα γιατί θυμήθηκα.
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΕΓΩ.
«Καταραμένη» γριά.
«Καταραμένε» Πατέρα.

Το δάσος που πεθαίνει

Ψηλά στην κορυφή του Ποικίλου Όρους, στην πάλαι ποτέ Χρυσούπολη, κείτεται ένα κομμένος γίγαντας, απομεινάρι από τα παλιά μεγάλα δέντρα που (αν είναι δυνατόν) φυτεύονταν συνήθως δίπλα σε δρόμους ή ανοιχτά μέρη. Δεν χρειαζόταν πλέον.
Όπως ξέρετε τα δέντρα είναι χρήσιμα μόνο για να τα κόβουμε και να φτιάχνουμε οικόπεδα και ξύλα για το πολυτελές τζάκι στο πολυτελές διαμέρισμα της πολυτελούς πολυκατοικίας στην οποία έχουμε την πολυτέλεια να ζούμε μαντρωμένοι σαν κοτόπουλα.
Παραδίπλα υπάρχει ένα ψωραλέο πευκοδάσος . Κάποτε είχε διαμορφωθεί με σκάλες, παγκάκια και φώτα. Τώρα είναι γεμάτο σκουπίδια και τα δέντρα μαραζώνουν χτυπημένα από κάποια ασθένεια.
Αλλά ως γνωστόν τα δέντρα δεν ψηφίζουν (ούτε καν τους Οικολόγους), δεν δουλεύουν για 300 ευρώ, δεν πληρώνουν φόρους, ούτε καταναλώνουν εισαγόμενα πολυτελή προϊόντα.
Άρα είναι παντελώς άχρηστα.
Γιατί να σκάσει το κράτος ή ο δήμος και να ρίξει εκεί κάποια λεφτά; Είναι πιο συμφέρον να σκάβονται πεζοδρόμια και να «αναπλάθονται» πλατείες και σιντριβάνια. Έχει περισσότερο χρήμα εκεί…