Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

6 Μαΐου 2013

Το τραγούδι των πολεμιστών

Ζητώ συγνώμη από τους φίλους επισκέπτες για την διαγραφή του ήχου. Η ηλίθια διαδικασία της διαφύλαξης των ιερών κερδών της εταιρείας βλέπετε. 

Ἂν ὅλος ὁ κόσμος εἶχε τὰ δικά μου (στριφνᾶ) μουσικὰ κριτήρια σᾶς βεβαιῶ ὅτι θὰ ὑπῆρχαν ἐλάχιστοι τραγουδιστές, ἐλάχιστοι συνθέτες καὶ ἀκόμα πιὸ ἐλάχιστα τραγούδια. Βγάζω σπυριὰ ἀκούγοντας τόσες ἀνεγκέφαλες μποῦρδες νὰ παίζονται καὶ νὰ ξαναπαίζονται παντοῦ.
Ἀλλὰ ὅμως κάποιες φορὲς ζηλεύω καὶ μισῶ κάποιους στιχουργοὺς καὶ κάποιους συνθέτες. Ὑλοποιοῦν πράγματα ποὺ μπορῶ μόνο νὰ τὰ ὀνειρευτῶ. Ποῦ ἀνήκουν σὲ μία ξεχασμένη ἐποχή. Σὲ μία ἐποχὴ ὅπου ὑπῆρχε ἀνδρεία καὶ εὐθύτητα καὶ ὅπου ἡ δόξα καὶ τὸ χρῆμα βρίσκονταν σὲ δεύτερη μοίρα.
Ὁ πρίγκιπας (ἐρωτευμένος ὅπως φαίνεται πιὸ κάτω στὸν στίχο) ζητάει τὰ κεντίδια τῆς νέας (ποὺ βρίσκεται σὲ πένθος) γιὰ νὰ τὴν θυμᾶται στὰ ἄγρυπνα βράδια του. Δὲν ὅρμησε μὲ τὸν στρατό του νὰ λεηλατήσει τὰ κεντίδια καὶ τὴν κοπελιά.
Καὶ ἡ κοπελιὰ δὲν φοβήθηκε τὸν ἰσχυρὸ καὶ πλούσιο γόνο. Περήφανη ἀγόρασε ἕνα φιλὶ τοῦ πρίγκιπα χωρὶς νὰ ζητάει τίποτε ἄλλο.
Ποιὸς ἀπὸ ἐσὰς θὰ συμπεριφερόταν ἔτσι;
Ποιὸς δὲν θὰ χρησιμοποιοῦσε τὴν δύναμή του;
Ποιὰ δὲν θὰ ἔδινε τὰ κεντίδια της ἀπὸ φόβο ἢ ὑπολογισμό;
Ἡ καρδιά μου πονάει στὴν ἐνθύμηση τῶν χαμένων πολεμιστῶν καὶ στὸν ἀπόηχο τῆς λεβεντιᾶς καὶ ἀθωότητας ποὺ κάποτε ὑπῆρχε καὶ πιὰ δὲν εἶναι.
Ἡ καρδιά μου πονάει.
Καταραμένοι, καταραμένοι τραγουδοποιοί…

10 Ιανουαρίου 2011

Μια ζωή τα ίδια χάλια...

«Γύριζε, μὴ σταθῆς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περιγελᾷ καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
Κωστής Παλαμάς (1908)

25 Σεπτεμβρίου 2009

Παιδάκι σε πεθύμησα

Παιδάκι σε πεθύμησα, με το ξαφνικό σου χαμόγελο και την
Άγνοια της Θλίψης.
Μπήκες στην ζωή και την καταβρόχθισες-χωρίς τίποτ' άλλο
Χωρίς θαμπά όνειρα να σου κρατάνε συντροφιά.
Η καρδιά σου χτυπούσε δυνατά όταν κυνηγούσες βατράχια
κι έπιασες ένα που ήταν μεγάλο για το χέρι σου.
Περιπλανιόσουν με φίλους στα ήσυχα δάση και
ξαφνιαζόσουν με τον σκαντζόχοιρο
Ήσουν η σπίθα εκεί που το μυστήριο άναβε φωτιές και
μασούσες φύλλα με άγρια πείνα.
Δεν υπήρχε χρόνος για νόημα - το έδινε
ένα γλειφιτζούρι
Μια σφεντόνα στην τσέπη σου έδινε ασφάλεια όταν
οι φίλοι σου έφευγαν,
Ένα λουλούδι στο δάσος κρυμμένο πίσω από ένα παλιό
μαραμένο κούτσουρο,
Ένας σκύλος που χόρευε και σούγλειφε τα δάχτυλα και
δάγκωνε το παντελόνι σου,
Ένα αναπάντεχο παιχνίδι ποδοσφαίρου,
Ένα ποτήρι μηλόκρασο, η φωνή του γρύλου.
Πότε έχασες τα μάτια και τα αυτιά σου, πότε τα
μπουμπούκια σταμάτησαν ν' ανοίγουν,
από πού αυτή η μελαγχολία, αυτός ο φόβος που ορθώνεται,
αυτή η διαμάχη..
με την ζωή - που απαιτεί νόημα;
Η τρελή αναζήτηση της ωριμότητας είναι το τίμημα
της ελευθερίας,
η θλίψη που δεν σ' αφήνει, να είσαι παιδί...

Πάτρικ Κάβανο

13 Ιουλίου 2009

Διεισδύω ξανά

Διεισδύω ξανά στα ενδόμυχα κιτάπια της ύπαρξης
Ομιχλώδεις παρ-αισθήσεις μπρος μου, πρέπει να διαβώ
Θέλξεις, γητέματα του νου, αποσπούν την προσοχή μου
Αιθέριες σειρήνες με προσκαλούν στην αγκάλη τους
Θα προσπεράσω.
Μου 'πες: «Να μοιραστώ στον κόσμο για να σε βρω»
Και διαμελίστηκα ως έρμαιο σε χιλιάδες κομμάτια
Μου 'πες: «Να βυθιστώ μέσα μου για να σε δω»
Και ξαναπήρα το δύσβατο δρόμο της επιστροφής
Θα συνεχίσω.
Πονάει, το ξέρεις, η θέαση και ενδοσκόπηση αυτών
που με τόση επιμέλεια κρύβω στις σκοτεινές γωνιές μου
Αιωρούμενα φαντάσματα επιλογών που αφέθηκαν στη λήθη
Βαλτωμένα συν - αισθήματα που φλερτάρουν με τη σήψη
Θα προχωρήσω.
Επιστρέφω στον τόπο του εγκλήματος, για άλλη μία φορά
Τα ίδια βήματα με μία κεντρομόλο έλξη: πίσω, μέσα, ξανά
Ξεσκίζω με νύχια: σάρκες, μνήμες, ολάκερα μέρη μου
Χαραγμένες εν-τυπώσεις και αγωνιώδη παραστρατήματα
Δεν τα χρειάζομαι πια. Θα τολμήσω.
Μόνος απέμεινα να κοιτάζω στο ατέρμονο κενό
Οι φωνές σώπασαν, οι αντανακλάσεις έσβησαν
Γυμνός από περιττά ενδύματα βαδίζω εντός μου
Σε αναζητώ, σε κάθε μόριο ψυχής που μ' απέμεινε
Ω! Εαυτέ μου, που κρύβεσαι;

6 Ιουλίου 2009

Η παπαδιά (Γεώργιος Σουρής)

Η κυρά ενός παπά
ένα διάκο αγαπά
και πολύ μ' αυτόν τα έχει...
και ο άντρας της κοιτά
τα πολλά της χωρατά
και για τούτον πέρα βρέχει.
Επερνούσαν μια χαρά
έως ότου μια φορά
έγινε παπάς βαρβάτος
και ο διάκος, ο αφράτος.
Κι ο παπάς της ο φτωχός
διόλου δεν εφθόνησε,
και ο ίδιος μοναχός
τον εχειροτόνησε.
Τίγκι, τούγκ!... μεγάλη σχόλη.
"Άξιος!" φωνάζουν όλοι
νέοι, γέροι και παιδιά.
Μα με όλο της το νάζι
"Υπεράξιος!" φωνάζει

22 Νοεμβρίου 2008

Μαντινάδες

Μαντινάδα λέγεται το δίστιχο που εκφράζει κάποιο μήνυμα, μαντάτο, κάτι ως ο χρησμός, διαφορετικά έχουμε απλώς δίστιχο. Η αιτία άλλωστε και για την οποία αφενός όταν ειπωθεί μια μαντινάδα, οι άλλοι προσπαθούν να μαντεύσουν σε ποιο απευθύνεται ή τι μήνυμα περικλείει και αφετέρου άλλο μαντιναδολόγος (αυτός που γράφει μαντινάδες) και άλλο ριμαδόρος ( = αυτός που γράφει δίστιχα, ρίμες = ομοιοκαταληξίες).
Η μαντινάδα τη δουλειά του τηλέγραφου κάνει
πέμπει ο νιος τα σήματα κι η κοπελιά τα πιάνει
(Γ. Λέκας, πρόεδρος Κρητών στιχουργών)
Καράβι της παράδοσης είναι η μαντινάδα
Και κουβαλά νοήματα, ήθος και νοστιμάδα (Κ. Καλέργης, συγγραφέας)
Απλώς και κατ’ επέκταση «μαντινάδα» λέγεται κάθε δεκαπεντασύλλαβο και ομοιοκατάληκτο δίστιχο που εκφράζει κάποιο συναίσθημα ή δίδει κάποια πληροφορία ή διαπίστωση κ.α.
Σαν είναι ο τράγος δυνατός, δεν τονε σταίνει (κρατά) η μάντρα
Ο άνδρας κάνει τη γενιά κι όχι η γενιά τον άντρα
(Ελευθέριος Βενιζέλος)
Στέλνω σου χαιρετισματα μ’ έν’ άσπρο περιστέρι = 15 συλλαβές = ο 1ος στίχος
Κι η Παναγία κι ο Χριστός γρήγορα να σε φέρει. = 15 συλλαβές = ο 2ος στίχος
Η λέξη μαντινάδα ετυμολογικά παράγεται από τα θέματα των λέξεων: μαντεύω + άδω. Η λέξη μάντις - μαντεύω σημαίνει προ-μηνύω, προ-φητευω, προ-μαθαίνω κ.α., άρα χρησμολογώ., παραγωγή από τη ρίζα των λέξεων: μάω – μαίομα, μάνις ή μήνις (η), μηνύω, μήνυμα (το) κ.α. Η λέξη «(κ)άδω»> άδω σημαίνει τραγουδώ, ψάλω κ.τ.λ. απ΄όπου και τα λατινικά ca(n)do, candada ή cantata = ελληνικά καντάδα κ.α.
Κατ’ άλλους η λέξη μαντινάδα προέρχεται από το βενετσιάνικο matinada = ιταλικά mattino. Ωστόσο η βενετσιάνικη λέξη mane > mattino σημαίνει η αυγή, άρα έχει έννοια που δε συνάδει προς αυτή της ελληνικής λέξης «μαντινάδα». Αντίθετα η λέξη μαντινάδα είναι σχετική με τις λατινικές λέξεις mano ή mando > mandatum ( = το μαντάτο), manifesto (= η εντολή) κ.α. Λέξεις που είναι της αυτής ρίζας με τα ελληνικά: μήνις ή μάνις (η), μηνύω, μήνυμα, μαντεύω …. Παράβαλε και ότι όταν λέμε π.χ. «τα άκουσες τα μαντάτα» είναι σα να λέμε «μάντεψε τι μήνυμα ή συναισθήματα κ.τ.λ. σου φέρνω».
Σημειώνεται επίσης ότι:
1) Οι μαντινάδες είναι απρόσωπος λόγος, δηλαδή δεν φανερώνουν είτε το πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται είτε το μήνυμα που περικλείουν (το περιεχόμενό τους) και γι αυτό άλλωστε και καλούνται έτσι, από το μαντεύω – μαντινάδα.
2) Οι μαντινάδες είναι και ο λόγος έκφρασης της μαντικής, του κλήδονα. Δηλαδή οι μαντινάδες είναι αφενός χρησμολογία και αφετέρου κάτι ως οι ψαλμοί στη Θρησκεία.

Αντιγραφή από τον Κρασανάκη

21 Οκτωβρίου 2008

Η Μαρίκα η δασκάλα (Ρούκουνας)

Ἕνα παλιό ρεμπέτικο τραγούδι, γραμμένο ἀπό πρακτικά ἀγράμματους μουσικούς. Ἀπολαῦστε τόν γρήγορο καί ἄμεσο στίχο (δυστυχῶς χωρίς τήν ἀπίθανη ἐκτέλεση τῶν ἐπίσης ἀγράμματων μουσικῶν). Τέλος κάνετε μία σύγκριση μέ τά σημερινά «σουξέ» τοῦ ἑνός στίχου καί τῶν ἑκατό ἐπαναλήψεων τοῦ ρεφραίν.
Ἡ Μαρίκα ἡ δασκάλα
πώχει σπίτια δυό μεγάλα
τό πρωί στίς ἕξι βγαίνει
καί στήν ἀγορά πηγαίνει.
Τό καλάθι της κρατάει
καί μέ ὄρεξη κοιτάει
νάβρει τρυφερό μοσχάρι
ἤ κανένα φρέσκο ψάρι.
Ἕνας νιός λεβέντης πρώτης
ὁ ψαράς ὁ Παναγιώτης
τήν δασκάλα τήν γνωρίζει
καί τηνε καλημερίζει.
Ἔχω δυό λαβράκια φίνα
πούρθαν τώρ’ ἀπ’ τήν Ραφήνα
πάρε τόνα νά τό βράσεις
μία ψαρόσουπα νά φτιάξεις.
Τό λαβράκι δέν μοῦ κάνει
θέλω ψάρι γιά τηγάνι
κι ἄν δέν ἔβρω παλαμίδα
παίρνω γόπα ἤ μαρίδα.
Κι ἄν δέν ἔβρω τέτοια ψάρια
παίρνω μία ὀκά μπατζάρια
βάζω καί λιγάκι λάδι
καί μασάω καί τό βράδυ.
Ἔτσι κάθε μέρα βγαίνει
κι ὅμως τίποτα δέν παίρνει
ἡ τσιγκούνα ἡ δασκάλα
πώχει σπίτια δυό μεγάλα.
Κάθε τρυφερό τσ’ ἀρέσει
μά φοβᾶται νά ξοδέψει
κι ἔτσι ἀπ’ τήν τσιγκουνιά της
μένει ἄδεια ἡ κοιλιά της.

2 Οκτωβρίου 2008

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Ἕνα ξεχασμένο ποίημα τοῦ ξεχασμένου Πολέμη πού ποτέ δέν θά διαβάσει ἡ νεολαία, ὅπως εἶχα ἐγώ τήν τύχη νά κάνω στό σχολεῖο…


-Παπά, μία κόρη ἀγάπησα
καί μ' ἀγαποῦσε σάν τρελή
μία μέρα τήν ἀγκάλιασα,
πῆρα τό πρῶτο της φιλί.
Παπά τί συλλογᾶσαι;

-Ἄν τήν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νά` σαι.

-Μία μέρα ἐκείνη ἐρίχτηκε
στήν ἀγκαλιά μου ντροπαλή,
κι ἁμάρτησα κι ἁμάρτησε
ὄχι μονάχα μέ φιλί.
Παπά τί συλλογᾶσαι;

-Ἄν τήν ἀγάπησες πολύ,
συχωρεμένος να' σαι.

-Μία μέρα τήν παράτησα
τήν ὄμορφην ἁμαρτωλή
καί δέν τῆς ξαναζήτησα
μητ` ἀγκαλιά μήτε φιλί.
Παπά, τί συλλογᾶσαι;

-Δέν τήν ἀγάπησες πολύ,
καταραμένος νά` σαι.

1 Οκτωβρίου 2008

Θανάσης Βάγιας (του Βαλαωρίτη)

Στο ποίημα αυτό του Βαλαωρίτη αναφέρεται ο Θανάσης Βάγιας. Ήταν ο προδότης του Γαρδικιού, καθώς μαρτύρησε στον Αλή Πασά το μυστικό πέρασμα, για να μπορέσει να κάμψει τη σθεναρή αντίσταση των Γαρδικιωτών. Κάπου είχα διαβάσει ότι τελικά δεν είχε προδώσει αυτός αλλά δεν θυμάμαι πλέον λεπτομέρειες.
Α'
Η Φτωχή
-"Ελεημοσύνη Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη,
έτσι ο Θεός παρηγοριά κι αγάπη να σας δίνει.
Ελεημοσύνη κάμετε στην έρημη τη χήρα"!
Φτωχή γυναίκα φώναζε σ' άλλης φτωχής τη θύρα.
-"Η νύχτα, τ' αστραπόβροντα, το χιόνι δε μ' αφήνει
να πάγω μπρος. Χριστιανοί, κάμετ' ελεημοσύνη!
Ανοίξετέ μου... πέθανα... κι εγώ Θεό λατρεύω...
Ανοίξετέ μου, Χριστιανοί, έμαθα να νηστεύω
και το ψωμί σας δε ζητώ, δε θέλω να το πάρω.
Φτωχός φτωχόνε συμπονεί, γλυτώστε μ' απ' το Χάρο.
Με φτάνουνε δυο κάρβουνα, με φτάνει το φυτίλι
που κάθε βράδυ ανάφτετε, που καίτε στο καντήλι,
εμπρός στη Μάνα του Θεού, εμπρός εις τη Παρθένο...
Ελεημοσύνη, λίγο φώς... προφτάστε με... πεθαίνω..."

Β'
-"Μάνα μου ξύπνα, δεν ακούς; Τη θύρα μας χτυπάνε".
-"Αγέρας δέρνει τα κλαριά του λόγγου και βογγάνε".
-"Σκιάζομαι μάνα, σα πουλί φεύγει, πετά η καρδιά μου".
-"Είναι σκυλιά που ρυάζονται. Πέσε στην αγκαλιά μου".
-"'Ακουσα κλάψες και φωνές".
-"Θα τα δες στ' όνειρό σου.
Κοιμήσου, γύρισ' από 'δω και κάμε το σταυρό σου".

Γ'
-"Ακούω στη θύρα μας σα βογγητό,
σα ψυχομάχημα. Θα πά' να δω".
Σκώνετ' η δύστυχη και πα να δει.
Στο χώμα κοίτεται ένα κορμί.
Αχνό το πρόσωπο και τα μαλλιά
ξήπλεγα σέρνονταν στη τραχηλιά,
τα χέρια κρούσταλλο, σιδερωμένα
μέσα στο κόρφο της τα χει χωμένα.
-"Παιδί μου, πρόφτασε, δος μου βοήθεια,
εκείνα π' άκουσες ήταν αλήθεια".
Στα χέρια γλήγορα τη ξένη παίρνουν
και στο κρεβάτι τους τη συνεφέρνουν.
-"Σύρτε παιδάκια μου ν' αναπαυτείτε.
Είναι μεσάνυχτα, να κοιμηθείτε".
-"Καλό ξημέρωμα, καλή αυγή,
κοιμήσου ήσυχη, μαύρη φτωχή"!
Αντάμα πέσανε μάνα, παιδί,
τα μάτια κλείσανε σ' ύπνο βαθύ.
Η ξένη, δύστυχη, δε κλει το μάτι.
Τι να την ηύρηκε μες στο κρεβάτι;

Δ'
Ο Βρυκόλακας
-"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;
Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.
Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.
Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τι έκαμα και με τρομάζεις;
Πως είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;
Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου...
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.
Πες μου πουθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τι 'λθες να δεις";

Ε'
-"Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
κι εκεί οπού 'στεκα σαβανωμένος,
βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,
έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
ακούω που φώναξε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α
σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτε κει-.
Τα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.
-Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι-.
Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.
Και σα με βρήκανε όλοι με μια
έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.
Πετάμε, τρέχομε, φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.
Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σα ν' αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.
Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας: Θανάση Β άγια\-.
Έτσι εφτάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.
Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου 'δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
Για δες το στόμα μου, το 'χω βαμένο.
Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε... στέκουν κι ακούνε.
-Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή-.
Εδώθε μπαίνουνε μες την αυλή.
Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παρατήσανε... Κανείς δε μένει.
Κρυφά τους έφυγα και τρέχω 'δω,
με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ".

ΣΤ'
-"Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν' ώρα".
-"Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά".
-"Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα".
-"Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Μου πήρ' η κόλαση κειό το φιλί".
-"Φέυγα και σκιάζομαι τ' άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ την αχάμνια τους λες κι είν' μαχαίρια".
-"Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι 'γω
κείνος π' αγάπησες, ένα καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ' ο Θανάσης".
-"Φεύγ' απ' τα μάτια μου, θα με κολάσεις".
Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ' αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.
Τήνε ξεγύμνωσε... το χέρι απλώνει...
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει...
Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ' το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο...
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.
Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: Θανάση Βάγια!

Ζ'
-"Ξύπνα παιδί μου κι η αυγή απ' το βουνό προβαίνει,
ξύπνα ν' ανάψωμε φωτιά κι η ξένη μας προσμένει".
-"Καλή σου μέρα μάνα μας, ησύχασες κομμάτι";
-"Λίγο κοιμώμαι η δύστυχη, δεν έκλεισα το μάτι.
Έχετε γεια, έχετε γεια, πρέπει να σας αφήσω.
Είναι μακρύς ο δρόμος μου και πότε θα κινήσω";
-"Γιατί δε μας εξύπνησες κι έμεινες μοναχή σου;
Σύρε μανούλα στο καλό και δος μας την ευχή σου".
-"Για το καλό που κάματε, για την ελεημοσύνη,
ύπνο γλυκό ο Κύριος κι ήσυχο να σας δίνει.
'Αλλο καλό να σας 'φχηθώ στο κόσμο μας δε ξεύρω,
νύχτα και μέρα το ζητώ και δε μπορώ να εύρω".
-"Μάνα, η φτώχεια είναι κακή γιατί έχει καταφρόνια".
-"Τα πλούτη τα δοκίμασα, περάσαν με τα χρόνια".
-"Μέσα στο λόγγο οι δύστυχοι ζούμε κι εμείς σα λύκοι,
απ' τον καιρό που χάλασε το έρμο το Γαρδίκι".
Ω δυστυχιά μου! Ω δυστυχιά! Ο κόσμος θα χαλάσει!
Και ποιόνε μελετήσανε; Το Βάγια το Θανάση!
-"Κι εγώ είμ' η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχτρό σας.
Εψές τη νύχτα μπήκε 'δω, εστάθηκε σιμά μου...
Σχωρέστε τόνε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου...
"Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάνα ανατριχιάζουν
και το σταυρό τους κάνοντας, τρέμουν που τη κοιτάζουν.

25 Σεπτεμβρίου 2008

Πρωτοχρονιάτικο (Βάρναλης)

Σαράντα σβέρκοι βωδινοὶ
μὲ λαδωμένες μποῦκλες
σκεμπέδες, σταβροθόλωτοι
καὶ βρώμιες ποδαροῦκλες
ξετσίπωτοι, ἀκαμάτηδες,
τσιμπούρια καὶ κορέοι
ντυμένοι στὰ μαλάματα
κ᾿ ἐπίσημοι κι ὡραῖοι.
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ
(γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο,
καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ
ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε
φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε:
«Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες,
παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν
σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα
καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι».

22 Ιουλίου 2008

Δημοσθένους λέξεις

Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι πολιτικό. Μπορεί όμως να αποκτήσει μία τελείως "εσωτερική" χροιά. Αρκεί να το διαβάσεις με διαφορετικό μάτι. Είσαι εγκλωβισμένος μέσα σε μία εσωτερική ψυχολογική φυλακή. Όταν βγεις από εκεί θα είσαι μόνος σου γιατί στην ψυχολογική χώρα σου δεν θα υπάρχουν πια άνθρωποι. Όλα τα ελαττώματα που κουβαλάς (οι φίλοι) θα έχουν πεθάνει και η ψυχολογική σου χώρα θα σου είναι πλέον ξένη. Ελεύθερος θα "καβαλικεύεις" τον αέρα και όλοι θα σταθούν εκστατικοί μπροστά σου. Θα πεις στον φρουρό (τον εσωτερικό Νόμο) την εσωτερική λέξη που θα σου δώσει την ελευθερία σου...

Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή
κανείς δε θα με περιμένει
οι δρόμοι θάναι αδειανοί
κι η πολιτεία μου πιό ξένη.

Τα καφενεία όλα κλειστά
κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι,
αέρας θα με παρασέρνει
κι αν βγω απ' αυτή τη φυλακή.

Κι ο ήλιος θ' αποκοιμηθεί
μες τα ερείπια της Ολύνθου
θα μοιάζουν πράγματα του μύθου
οι φίλοι μου και οι εχθροί.

Μαρμαρωμένοι θα σταθούν
οι ρήτορες κι οι λωποδύτες,
ζητιάνοι, εταίρες και προφήτες
μαρμαρωμένοι θα σταθούν.

Μπροστά στην πύλη θα σταθώ
με τις κουβέρτες στη μασχάλη
κι αργοκουνώντας το κεφάλι
θα χαιρετήσω το φρουρό.

Χωρίς βουλή, χωρίς Θεό
σαν βασιλιάς σ' αρχαίο δράμα
θα πω τη λέξη και το γράμμα
μπροστά στην πύλη θα σταθώ.

20 Ιουλίου 2008

Το Παραπαίον Γήρας (Σουρής)

Τας τρίχας άσπρης κεφαλής
σκοπόν τας έχουν προσβολής
κι ειν' εμπαιγμός της μοίρας
το παραπαίον γήρας.

Όπου το πόδι μου σταθεί
και όπου περπατήσω
σιγά-σιγά μ' ακολουθεί
ο χάρος από πίσω.

Αυτό το έρημο κορμί
το τριγυρίζουν σκύλοι
και "χόρτασες κι εσύ ψωμί"
μου λεν εχθροί και φίλοι.

Ως φάσμα τρέχω της νυκτός
μακράν του δρώντος κόσμου
και όπου τάφος ανοικτός
μου φαίνεται δικός μου.

2 Ιουνίου 2008

Ιθάκη (Καβάφης)

(1911)
Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβαλείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωινά να είναι
που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

18 Μαΐου 2008

Η ζωγραφιά μου (Σουρής)

Μπόι δυο πήχες,
κόψη κακή,
γένια με τρίχες
εδώ κι εκεί.

Κούτελο θείο,
λίγο πλατύ,
τρανό σημείο
του ποιητή.

Δυο μάτια μαύρα
χωρίς κακία
γεμάτα λαύρα
μα και βλακεία.

Μακρύ ρουθούνι
πολύ σχιστό,
κι ένα πηγούνι
σαν τον Χριστό.

Πηγάδι στόμα,
μαλλιά χυτά
γεμίζεις στρώμα
μόνο μ᾿ αυτά.

Μούρη αγρία
και ζαρωμένη,
χλωμή και κρύα
σαν πεθαμένη.

Κανένα χρώμα
δεν της ταιριάζει
και τωρ᾿ ακόμα
βαφές αλλάζει.

Δόντια φαφούτη
όλο σχισμάδες,
ύφος τσιφούτη
για μαστραπάδες.

15 Μαΐου 2008

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου (Βάρναλης)

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Κούτσα μια και κούτσα δυο
της ζωής το ρημαδιό!
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι,
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' φήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια
με κοτρόνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Κατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι,
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μου 'βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κι' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι' άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνωνται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαϊ.
Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλά εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Μαη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι' ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
"Σε καβάλησε ο Χριστός!
Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Χώρα κι' οι καμπόσοι.
Μη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
-Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
-Ντράπου! Τις προγόνοι ντράπου!
-Αντραλίζομαι!... Πεινώ!...
-Σούτ! θα φας στον ουρανό!"
Kι' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κι' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Kι' όταν ένα καλό βράδυ
θα τελειώσει μου το λάδι
κι' αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ είν' η ζωή),
H ψυχή μου θε να δράμη
στη ζεστή αγκαλιά τ' Αβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!
Γέρασα κι' ως δε φελούσα
κι' αχαϊρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Αι-Φραγκίσκο:
"Χαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κύρ Μέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη,
συ που δίδαξες αρνί
τον κύρ λύκο να γενή!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Μα με την κουβέντα αυτή
πόρτα μου 'κλεισε κι' αυτί.
Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσω από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βιά:
"Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι' όξαποδώ
κει δεν είναι παρά δώ.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρης. Οπου ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου-
τον αφέντη τον κουφό σου!
Και στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Χάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Αν ξυπνήσεις, μονομιάς
θα 'ρτη ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Οι άλλοι έχουν κινήσει
κι' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι' άλλος ήλιος έχει βγη
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γης".

9 Μαΐου 2008

ΜΑΝΑ: ποίημα γραμμένο από έναν φυλακισμένο

Γραμμένο από έναν φυλακισμένο. Αντιγράφτηκε χωρίς αλλαγές.
Σ' αγαπάω / σε λατρεύω / μου λείπεις εσύ / σ' αγαπάω / σε
λατρεύω / μακριά σου η καρδιά μου δεν αντέχει δεν μπορεί /
μην κλαις άλλο μάνα μου γλυκιά / δεν θα είμαι εγώ αυτός / που
γνώριζες παλιά / συγνώμη σου ζητώ / μέσα από την καρδιά μου
/ συγχώρα με σου λέω / οι τύψεις μου με τρώνε / και κάθε μέρα
κλαίω / δεν αντέχω άλλο / να σε πληγώνω πια / βαρέθηκα τα
ψεύτικα ταξίδια / από εσένα μακριά / δεν θέλω να σου λέω άλλα
λόγια που δεν τα εννοώ / θέλω να ξυπνάω λέγοντας σου / μάνα
σ’ αγαπώ / βαρέθηκα επίσης / την κοινωνική την κριτική / να με
βλέπουν όλοι οι άλλοι / και να λένε είσαι χάλια / δεν μπορεί να
είσαι εσύ / είσαι η ζωή μου / μία και αγνή/ μάνα μου λείπεις
πολύ / μακριά σου η ψυχή μου θα πεθάνει / το μυαλό πάει να
τρελαθεί / κάθε μέρα με εσένα που μιλώ / μου ανεβάζεις αυτό
που λέμε ηθικό / στηρίζεις το σκοπό μου / να είμαι ο γιος σου /
ο καθωσπρέπει / ο σωστός / να χαίρεσαι / να χαίρομαι που σε
έχω στο πλευρό μου/ σε καμαρώνω / που νοιάζεσαι για μένα / σε
καμαρώνω μάνα / γιατί εσύ είσαι αυτή / που μούδωσε ζωή/
ποτέ δεν μετανιώνεις / που ο γιος σου είμαι εγώ / ότι βλακεία
έχω κάνει / να ξέρεις πως φταίω μόνο εγώ / πίστεψε μάνα / μάνα
απλόχερα / πως στεναχώρια δεν θα νιώσεις / από' δω και πέρα /
ένα σημαντικό / που θέλω να σου πω / και θα έχω να το λέω /
πως μοναχά εσένα θ' αγαπώ / και δίπλα μου θα σ’ έχω / να αγαπάτε
τη μητέρα / σας αγαπάει και αυτή / κομμένα πια τα ψέματα /
αυτή μιλά ειλικρινά / η μάνα όλα τα αδύνατα τα κάνει δυνατά /
προσπαθεί με όλη της τη δύναμη / τα καλά να μας διδάξει /
μάνα σε καταλαβαίνω / σε νοιάζομαι πολύ / άκουσέ με /
πίστεψέ με / η καρδιά σου να χαρεί / πολλά ακόμα θα σου πω /
μα ποτέ δεν θα τελειώσω / και για την ζωή που έχω / δεν θα μετανιώσω.

19 Απριλίου 2008

ΑΝ, του Κίπλινγκ

Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω όλοι
τάχουν χαμένα και σ’ εσένα ρίχνουν την αιτία.
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον εαυτό σου όταν ο κόσμος
δε σε πιστεύει κιαν μπορείς να του σχωρνάς τη δυσπιστία.

Να περιμένεις αν μπορείς δίχως να χάνεις την υπομονή σου,
κι αν σε συκοφαντούν να μην καταδεχτείς ποτέ το ψέμα,
κιαν σε μισούν εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
και να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια.
Αν να ονειρεύεσαι μπορείς μα να μην είσαι δούλος στα όνειρα σου.
Αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως σκοπός να γίνει ο στοχασμός σου.
Αν θρίαμβο μπορείς και συμφορά το ίδιο ν’ αντικρύζεις,
κι όμοια να φέρνεσαι στους δυο αυτούς απατεώνες.
Αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς οποίαν αλήθεια είχες ειπωμένη,
παραλαγμένη απ’ τους κακούς θανατερή στους άμυαλους παγίδα
ή συντριμένα να θωρείς όσα στοίχισαν την ζωή σου
και με φθαρμένα ν’ αρχινάς να ξαναχτίζεις εργαλεία.
Αν όσα απόχτησες μπορείς σένα σωρό να τα μαζέψεις,
και δίχως φόβο κορώνα γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής ατάραχος να ξεκινήσεις πάλι
κι’ ούτε μιλιά για τον ξαφνικό χαμό σου να μην βγάλεις.
Αν νεύρα και καρδιά και σπλάχνα και μυαλό μπορείς να σφίξεις,
να σου δουλέψουνε ξανά κι’ ας είναι από πολύ καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός, όταν δεν σούχει τίποτε απομείνει
παρά μονάχα η θέληση, κράζοντας σ’ όλα τους «βαστάτε».
Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και όμως να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς, δίχως απτους μικρούς να ξεμακρύνεις
αν μήτε φίλοι ούτεχθροί μπορούνε πια να σε πειράξουν
κιόλο τον κόσμο ν’ αγαπάς, αλλά ποτέ πάρα πολύ κανένα.
Αν του θυμού σου τις στιγμές, που βγαίνει αδυσώπητη η ψυχή σου
μπορείς ναφήσεις να διαβούν την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θάναι τότε η Γη, μόσα απάνω της κιαν έχει
και κάτι πιο πολύ ακόμα: Άντρας αληθινός θάσαι, παιδί μου.