Τα πράγματα δεν είναι ΠΟΤΕ έτσι όπως φαίνονται.
Κάποτε ένας αστρονόμος είπε: «Ερεύνησα από την μια άκρη στην άλλη το σύμπαν με το τηλεσκόπιό μου. Πουθενά δεν βρήκα τον Θεό». Και κάποιος βιολιστής του απάντησε: «Και εγώ πήρα το βιολί μου και εξέτασα κάθε κομμάτι του και κάθε χορδή του. Πουθενά δεν βρήκα μουσική». Μη διαβάσετε τις επόμενες σελίδες με τον τρόπο που θα τις διάβαζε ο αστρονόμος.

19 Απριλίου 2008

ΑΝ, του Κίπλινγκ

Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω όλοι
τάχουν χαμένα και σ’ εσένα ρίχνουν την αιτία.
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον εαυτό σου όταν ο κόσμος
δε σε πιστεύει κιαν μπορείς να του σχωρνάς τη δυσπιστία.

Να περιμένεις αν μπορείς δίχως να χάνεις την υπομονή σου,
κι αν σε συκοφαντούν να μην καταδεχτείς ποτέ το ψέμα,
κιαν σε μισούν εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
και να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια.
Αν να ονειρεύεσαι μπορείς μα να μην είσαι δούλος στα όνειρα σου.
Αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως σκοπός να γίνει ο στοχασμός σου.
Αν θρίαμβο μπορείς και συμφορά το ίδιο ν’ αντικρύζεις,
κι όμοια να φέρνεσαι στους δυο αυτούς απατεώνες.
Αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς οποίαν αλήθεια είχες ειπωμένη,
παραλαγμένη απ’ τους κακούς θανατερή στους άμυαλους παγίδα
ή συντριμένα να θωρείς όσα στοίχισαν την ζωή σου
και με φθαρμένα ν’ αρχινάς να ξαναχτίζεις εργαλεία.
Αν όσα απόχτησες μπορείς σένα σωρό να τα μαζέψεις,
και δίχως φόβο κορώνα γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής ατάραχος να ξεκινήσεις πάλι
κι’ ούτε μιλιά για τον ξαφνικό χαμό σου να μην βγάλεις.
Αν νεύρα και καρδιά και σπλάχνα και μυαλό μπορείς να σφίξεις,
να σου δουλέψουνε ξανά κι’ ας είναι από πολύ καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός, όταν δεν σούχει τίποτε απομείνει
παρά μονάχα η θέληση, κράζοντας σ’ όλα τους «βαστάτε».
Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και όμως να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς, δίχως απτους μικρούς να ξεμακρύνεις
αν μήτε φίλοι ούτεχθροί μπορούνε πια να σε πειράξουν
κιόλο τον κόσμο ν’ αγαπάς, αλλά ποτέ πάρα πολύ κανένα.
Αν του θυμού σου τις στιγμές, που βγαίνει αδυσώπητη η ψυχή σου
μπορείς ναφήσεις να διαβούν την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θάναι τότε η Γη, μόσα απάνω της κιαν έχει
και κάτι πιο πολύ ακόμα: Άντρας αληθινός θάσαι, παιδί μου.

ΑΝ, παρωδία από τον Βάρναλη


Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις
όταν οι άλλοι σου κάνουνε τον γνωστικό, κι όλοι σε λένε φταίχτη.
Αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δεν σε πιστεύουν,
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων.
Κι αν το κακό που πας να κάνεις δεν το αναβάλλεις
κι αν σ όσα ψέματα σου λένε με πιότερ’ απανταίνεις.
Κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δεν σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις
Κι αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το νιτερέσο.
Το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις τον νικητή,
μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις.
Αν ότι γράφεις κι ότι λες , το ξαναλέν κ οι άλλοι γιαληθινό
-να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη-
Αν λόγια και έργα σου καπνό ο δυνατός αέρας τα διαβολοσκορπά
και συ ξαναμολάς καινούρια.
Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις
Κι αν να πλερώνεις την πεντάρα που χρωστάς αρνιέσαι 
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο τόχεις. 
Αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις γεράσανε
κι όμως εσύ τα στύβεις ν αποδίδουν.
Αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός» εσύ φωνάζεις «πίσω»!
Αν στην πλεμπάγια να μιλά αρνείται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς στα δυο λυγάς τη μέση
Κι αν μήτε φίλους μήτ’ εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν.
Αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο αν κάνεις το κακό η ψυχή σου γαληνεύει.
Δικιά σου θα ‘ναι τούτ’ η Γης μ όλα τα κάλλη πού χει
κι έξοχος θα ‘σαι Κύριος, αλλ Άνθρωπος δεν θα ‘σαι.

17 Απριλίου 2008

Ποίημα ενός αφρικανού αφιερωμένο στον λευκό συνάνθρωπό του.

Αγαπητέ λευκέ αδελφέ μου,
Όταν γεννήθηκα ,ήμουν μαύρος.
Όταν μεγάλωσα, ήμουν μαύρος.
Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος.
Όταν κρυώνω είμαι μαύρος.
Όταν φοβάμαι είμαι μαύρος.
Όταν είμαι άρρωστος, είμαι μαύρος.
Όταν θα πεθάνω, θα είμαι μαύρος.
Ενώ εσύ λευκέ άνθρωπε…
Όταν γεννήθηκες, ήσουν ροζ.
Όταν μεγάλωσες, ήσουν άσπρος.
Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος.
Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε.
Όταν φοβάσαι, γίνεσαι πράσινος.
Όταν είσαι άρρωστος, γίνεσαι κίτρινος.
Όταν πεθάνεις θα είσαι σταχτόγκριζος.
Και μετά από όλα αυτά,
έχεις την αναίδεια να αποκαλείς εμένα 
ΕΓΧΡΩΜΟ.